- ὀρνιθοκάπηλος
- ὀρνῑθο-κάπηλος [pron. full] [ᾰ], ὁ,A dealer in birds, Critias 70 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορνιθοκάπηλος — ὀρνιθοκάπηλος, ὁ (Α) έμπορος ορνίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις , ιθος + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. αρχαιο κάπηλος)] … Dictionary of Greek
ὀρνιθοκαπήλους — ὀρνιθοκάπηλος dealer in birds masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνιθοκάπηλοι — ὀρνιθοκάπηλος dealer in birds masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek